κουπαστή
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
Greek Monolingual
η
1. κοινή ονομασία του ανώτατου χείλους τών δύο πλευρών πλοίου
2. (για τα μικρά σκάφη) το μικρό κατάστρωμα της πλώρης και της πρύμνης που είναι στρωμένο με σανίδια
3. οποιοδήποτε προστατευτικό κιγκλίδωμα εξώστη, σκάλας, σκαλωσιάς, οικοδομής κ.τ.ό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἐγκωπαστή < ἔγκωπον «το μέρος του πλοίου το μεταξύ τών πρώτων και τών τελευταίων κουπιών»].