κουρογονία
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
English (LSJ)
ἡ, begetting of boys, κ. καὶ θηλυγονίη Hp.Genit.8.
Greek (Liddell-Scott)
κουρογονία: ἡ, τὸ γεννᾶν ἄρρενα, κ. καὶ θηλυγονίη Ἱππ. 234. 31.
Greek Monolingual
κουρογονία, ιων. τ. κουρογονίη, ἡ (Α)
η γέννηση αρσενικών παιδιών, αρρενογονία («κουρογονίη καὶ θηλυγονίη», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -γονία (< -γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεογονία, τεκνογονία].