κουφιστήρ
From LSJ
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
English (LSJ)
κουφιστῆρος, ὁ, ring-pad round a trepan-opening, Heliod.(?)ap.Orib.46.19.11.
Greek (Liddell-Scott)
κουφιστήρ: ῆρος, ὁ, ἀνακουφίζω, Ἀρχ. Χειρουργ. σ. 102.
Greek Monolingual
κουφιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
κουφίζω (II)]
προστατευτικός δακτύλιος στο στόμιο τρυπανιού.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Erleichternde, der in die Höhe Haltende, Tragende, Sp.