κραμάτιον
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
τό, Dim. of κρᾶμα, wine and water, Dsc.Eup.1.197, Sor.1.63.
German (Pape)
[Seite 1499] τό, dim. zum Vorigen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾱμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κρᾶμα, μετ’ ὀλίγου κραματίου Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 207.