Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιηλασία

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

η
παλαιό στρατιωτικό ιππευτικό αγώνισμα κατά το οποίο ο ιππέας που έτρεχε χτυπούσε με το ξίφος ή με το σπαθί του το κεφάλι ανθρώπινου ομοιώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -ηλασία (< -ήλατος < ελατός < ελαύνω), πρβλ. ζευγηλασία, ξενηλασία].