κρεοθέτης
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
Full diacritics: κρεοθέτης | Medium diacritics: κρεοθέτης | Low diacritics: κρεοθέτης | Capitals: ΚΡΕΟΘΕΤΗΣ |
Transliteration A: kreothétēs | Transliteration B: kreothetēs | Transliteration C: kreothetis | Beta Code: kreoqe/ths |
κρεοθέτου, ὁ, butcher, Glossaria (κρεω- cod.).
κρεοθέτης, ὁ (Α)
κρεοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλοθέτης, λογοθέτης.