κρηδεμνόκομος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
κρηδεμνόκομον, wearing a woman's headdress (κρήδεμνον), Aus.Ep.8.13.
Greek (Liddell-Scott)
κρηδεμνόκομος: -ον, ἔχων τὴν κόμην κεκοσμημένην κρηδέμνῳ, φορῶν τὸ κρήδεμνον, Ἐπιστ. Αὐσων. 12. 13.
Greek Monolingual
κρηδεμνόκομος, -ον (Α)
αυτός που φορά κρήδεμνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήδεμνον + -κομος (< κόμη), πρβλ. δαφνόκομος, χρυσόκομος].