κριγμός
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
Zonar.
shrieking, νεκρῶν Hippon. 54.
German (Pape)
[Seite 1508] ὁ, das Knirschen mit den Zähnen, Schrillen, Schwirren, VLL.
Greek Monolingual
ο (Α κριγμός) κρίζω
τριγμός
νεοελλ.
ιατρ. ζωηρός ξηρός και επαναλαμβανόμενος ήχος που μπορεί να συγκριθεί με μια σειρά μικρών εκρήξεων και που γίνεται αντιληπτός σε περιπτώσεις φλεγμονής τών τενόντων υποδόριου εμφυσήματος, τραυμάτων τών αναπνευστικών οδών, αεριογόνου γάγγραινας ή καταγμάτων
αρχ.
γέλιο.