κρίζω
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
aor. 1
A ἔκριξα Ael.NA5.50, Hsch.: aor. 2 and pf. (v. infr.):—creak, κρίκε ζυγόν Il.16.470.
II of persons, screech, ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες Ar.Av.1521; χαμαιτύπη κρίζει τις Men.879; in Boeot., laugh, v. κριδδέμεν. (Onomatop.)
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἔκρικον, pf. κέκριγα au sens du prés.
faire un bruit aigu, strident.
Étymologie: R. Κριγ, cf. Κραγ, > κράζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρίζω onomat., ep. them. aor. κρίκε; ptc. perf. act. κεκριγότες, kraken:; κρίκε δὲ ζυγόν het juk kraakte Il. 16.470; krijsen:. ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες krijsend als Illyriërs Aristoph. Av. 1521.
German (Pape)
(Nachahmung eines Naturlautes, wie kreischen, vgl. κράζω, κρώζω), einen grellen, schrillenden, kreischenden Ton von sich geben, Menand. in Vetera Lexica; bes. vom Habicht, vgl. ῥύζειν; davon aor.2 bei Hom., τὼ δὲ διαστήτην, κρίκε δὲ ζυγόν, es krachte, Il. 16.470, wo man auch κρίγε lesen wollte; den aor. I. κρίξαι führt Hesych. an. – Das perf. II. κέκρῑγα findet sich bei Ar. Av. 1521.
Russian (Dvoretsky)
κρίζω: (aor. 2 ἔκρῐκον - эп. κρίκον, pf. κέκρῑγα)
1 трещать, скрипеть: κρίκε ζυγόν Hom. (когда кони заметались), затрещало ярмо;
2 кричать, визжать: ὤσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες Arph. крича, словно (полудикие) иллирийцы.
Greek (Liddell-Scott)
κρίζω: ἀόρ. αϳ ἔκριξα Αἰλ. π. Ζ. 5. 50, Ἡσύχ.· ἀόρ. βϳ καὶ πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· τρίζω, Λατ. stridere, κρίκε (ἀόρ. βϳ) ζυγὸν Ἰλ. Π. 470. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κραυγάζω, ξεφωνίζω, ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες (μετοχ. πρκμ. βϳ) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1521, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 300· παρὰ τοῖς Βοιωτοῖς, γελῶ, ἴδε κριδδέμεν. Πρβλ. κριγή. (Κατ’ ὀνοματοπ. ὡς τὸ τρίζω, κράζω, κρώζω.)
English (Autenrieth)
aor. 2 κρίκε: creak, said of the yoke under a strain, Il. 16.470.
Greek Monolingual
κρίζω (Α)
1. τρίζω
2. (για πρόσ.) κραυγάζω, ξεφωνίζω («ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες», Αριστοφ.)
3. (στους Βοιωτούς)
γελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κρίζω ανάγεται σε ονοματοποιία και εμφανίζει ρηματ. τύπους αντίστοιχους με εκείνους του κράζω: ἔκριγον —ἔκραγον, κέκριγα —κέκραγα. Η λ. συνδέεται με αρχ. νορβ. hrīka «κροτώ, τρίζω». Στον Όμηρο απαντά άπαξ τ. κρίκε (αόρ. β') που εμφανίζει άηχο κλειστό -κ- σε αντιδιαστολή με το ηχηρό -γ- άλλων τύπων (πρβλ. ἔκριγον, κριγή) και συνδέεται με λιθουαν. krykiu, krӯkti «φωνάζω, τρίζω», ρωσ. kričatĭ «φωνάζω»].
Greek Monotonic
κρίζω: αόρ. βʹ ἔκρῐκον, Επικ. κρίκον· παρακ. κέκρῑγα· (από τη √ΚΡΙΓ)·
I. τρίζω, Λατ. stridere, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, στριγκλίζω, σκούζω, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: scream, creak (Men. 879)
Other forms: perf. ptc. κεκριγότες (Ar. Av. 1521), aor. 2 ὑπο-κριγεῖν (S. Ichn. 171; lyr.), aor. 1 (ὑπο-)κρῖξαι or -ίξαι (Ael. NA 5, 50, H.); besides aor. 2 κρίκε (H470, ζυγόν). Cf. κριδδέμεν = γελᾶν (Stratt. 47, 7; Boeot.),
Derivatives: Verbal nouns κριγή (Hippon. 54), κριγμός (Zonar.) screaming, creaking; κριγή ἡ γλαῦξ H.
Origin: IE [Indo-European] [570] *krik- cry
Etymology: The system κέκριγα: κριγειν: κρίζω: κρῖξαι agrees with κέκραγα: κραγεῖν: κράζω: κρᾶξαι (s. v.). Like this a sound-verb. κρίζω has a direct cognate in the root present OWNo. hrīka creak (IE. *krig-). With κρίκε with -κ- agree several forms: Balt., e.g. Lith. krykiù, krykti (krykšti) cry, creak, Slav., e.g. Russ. kričátь cry, krik crying. An old isolated nominal formation is the Germ. name of the heron, Reiher, e.g. OHG (h)reigaro, heigaro (with dissim.). - More forms Pok. 570.
Middle Liddell
[from root κριγ]
I. to creak, Lat. stridere, Il.
II. of persons, to screech, Ar.
Frisk Etymology German
κρίζω: (Men. 879),
{krízō}
Forms: κριδδέμεν = γελᾶν (Stratt. 47, 7; böot.), Perf. Ptz. κεκριγότες (Ar. Av. 1521), Aor. 2 ὑποκριγεῖν (S. Ichn. 171; lyr.), Aor. 1 (ὑπο-)κρῖξαι od. -ίξαι (Ael. NA 5, 50, H.); daneben Aor. 2 κρίκε (H470, ζυγόν)
Grammar: v.
Meaning: kreischen, knirschen.
Derivative: Verbalnomina κριγή (Hippon. 54), κριγμός (Zonar.) das Kreischen, Knirschen; κριγή ἡ γλαῦξ H.
Etymology: Die Reihe κέκριγα: κριγειν: κρίζω: κρῖξαι stimmt zu κέκραγα: κραγεῖν: κράζω: κρᾶξαι (s. d.). Wie dies ein Schallverb, hat indessen κρίζω eine direkte genetische Entsprechung in dem primären Wurzelpräsens awno. hrīka knirschen (idg. *krig-). Zu κρίκε mit -κ- stimmen mehrere Formen: balt., z.B. lit. krykiù, krykti (krykšti) schreien, kreischen, slav., z.B. russ. kričátь schreien, krik Geschrei. Eine alte isolierte Nominalbildung ist der germ. Name des Reihers, z.B. ahd. (h)reigaro, heigaro (.mit Dissim.). — Weitere Formen bei WP. 1, 416, Pok. 570.
Page 2,17-18