κριθάμινος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθάμῐνος Medium diacritics: κριθάμινος Low diacritics: κριθάμινος Capitals: ΚΡΙΘΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: kritháminos Transliteration B: krithaminos Transliteration C: krithaminos Beta Code: kriqa/minos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, = κρίθινος, ἄλευρα Polyaen.4.3.32.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθάμῐνος: -η, -ον, = κρίθινος, ἄλευρα Πολύαιν. 4. 3, 32· πρβλ. πυράμινος.

Greek Monolingual

κριθάμινος, -ίνη, -ον (Α)
κρίθινος, κριθαρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή. Ο τ. σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο του σησάμ-ινος].

German (Pape)

[ῑ], = κρίθινος, Polyaen. 4.3.32. Vgl. πυράμινος.