κριθίδιον
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
τό, Dim. of κριθή,
A decoction of barley, Hp.Nat.Mul.53 (s. v.l.).
2 in plural, a little barley, Posidon.36 J., Luc.Asin.3, 47.
German (Pape)
[Seite 1508] τό, dim. von κριθή, Gerstenkörnchen; Hippocr.; Ath. V, 214 c; im plur. = ein wenig Gerste, wie Luc. as. 3. 47.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit grain d'orge.
Étymologie: κριθή.
Russian (Dvoretsky)
κρῑθίδιον: (ῐδ) τό ячменное зернышко, pl. немножко ячменя Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κριθή, ἀφέψημα κριθῆς, Ἱππ. 580. 53· ἐν τῷ πληθ., ὀλίγαι κριθαί, Λουκ. Ὄν. 3. 17 καὶ 47, Ἀθήν. 214C.
Greek Monolingual
κριθίδιον (Α) κριθή
(υποκορ. του κριθή)
1. ζωμός από βρασμένο κριθάρι
2. (στον πληθ. τὰ κριθίδια
λίγο κριθάρι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριθίδιον -ου, τό, demin. van κριθή, gerstekorreltje.