κριθοφάγος
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, living on barley, ὄρνιθες D.C.Fr.43.33, cf. Sch.Ar.Av.232.
German (Pape)
[Seite 1509] Gerste essend, Erkl. von κριθοτράγος; Schol. Ar. a. a. O.; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθοφάγος: -ον, ὁ τρώγων κριθάς, τρεφόμενος διὰ κριθῶν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 231, Βυζ.
Greek Monolingual
κριθοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κριθάρι («κριθοφάγοι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. κρεοφάγος, σιτοφάγος.