κριθοτράγος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (τρᾰγεῖν) barleyeating, Ar.Av.231.
German (Pape)
[Seite 1509] Gerste fressend, Ar. Av. 231.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange de l'orge.
Étymologie: κριθή, τραγεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριθοτράγος -ον [κριθή, τρώγω] gerst etend.
Russian (Dvoretsky)
κρῑθοτράγος: поедающий ячмень Arph.
Greek Monolingual
κριθοτράγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κριθάρι, κριθοφάγος («φῡλα μυρία κριθοτράγων σπερμολόγων τε γένη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -τράγος (< θ. τραγ-, πρβλ. τραγ-είν αόρ. του τρώγω), πρβλ. οψοτράγος, συκοτράγος.
Greek Monotonic
κρῑθοτράγος: -ον (τρᾰγεῖν), αυτός που τρώει κριθάρι, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθοτράγος: -ον, (τρᾰγεῖν) ὁ τρώγων κριθάς, κριθοφάγος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 231.