κριθοτράγος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθοτράγος Medium diacritics: κριθοτράγος Low diacritics: κριθοτράγος Capitals: ΚΡΙΘΟΤΡΑΓΟΣ
Transliteration A: krithotrágos Transliteration B: krithotragos Transliteration C: krithotragos Beta Code: kriqotra/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (τρᾰγεῖν) barleyeating, Ar.Av.231.

German (Pape)

[Seite 1509] Gerste fressend, Ar. Av. 231.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange de l'orge.
Étymologie: κριθή, τραγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριθοτράγος -ον [κριθή, τρώγω] gerst etend.

Russian (Dvoretsky)

κρῑθοτράγος: поедающий ячмень Arph.

Greek Monolingual

κριθοτράγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κριθάρι, κριθοφάγος («φῡλα μυρία κριθοτράγων σπερμολόγων τε γένη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -τράγος (< θ. τραγ-, πρβλ. τραγ-είν αόρ. του τρώγω), πρβλ. οψοτράγος, συκοτράγος.

Greek Monotonic

κρῑθοτράγος: -ον (τρᾰγεῖν), αυτός που τρώει κριθάρι, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθοτράγος: -ον, (τρᾰγεῖν) ὁ τρώγων κριθάς, κριθοφάγος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 231.

Middle Liddell

κρῑθο-τράγος, ον [τρᾰγεῖν]
barley-eating, Ar.