κροκισμός
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
Full diacritics: κροκισμός | Medium diacritics: κροκισμός | Low diacritics: κροκισμός | Capitals: ΚΡΟΚΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: krokismós | Transliteration B: krokismos | Transliteration C: krokismos | Beta Code: krokismo/s |
[Seite 1511] ὁ, das Gewebe, Schol. Soph. O. C. 474.
κροκισμός: ὁ, (κροκίζω) τὸ ὑφαίνειν ἢ ὕφασμα, Σχόλ. Σοφ. Ο. Κ. 474.
κροκισμός, ὁ (Α)
1. το να υφαίνει κάποιος
2. ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «ύφασμα», μέσω ενός αμάρτυρου κροκίζω.