κροκοειδής
From LSJ
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
English (LSJ)
κροκοειδές, saffron-coloured, Arist.Col.795b1, Sch.Pi.N.1.58; χολή Aret.SD 1.15.
German (Pape)
[Seite 1512] ές, saffranartig, -farbig, Schol. Pind. N. 1, 58 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
κροκοειδής: цвета шафрана (καρποί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κροκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κρόκον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Ἀριστ. περὶ Χρωμάτ. 5, 11.
Greek Monolingual
-ές (AM κροκοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κροκάτος, κίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -ειδής].