κρυψίδομος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
κρυψίδομον, dwelling in secret places, ib.51.3 (Casaub. for κρυψίδρομος, running secretly).
German (Pape)
[Seite 1516] heimliche, verborgene Wohnung habend, im Verborgenen wohnend; von den Nymphen, Orph. H. 50, 3; nach Casaubonus' Conj. für κρ υψίδρομος, was »im Verborgenen laufend« heißen würde.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίδομος: -ον, κατοικῶν εἰς κρυφίους τόπους, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 3 κατὰ τὸν Casaub. ἀντὶ κρυψίδρομος, τρέχων κρυφίως.
Greek Monolingual
κρυψίδομος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί σε μυστικούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπο-) + δόμος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω»), πρβλ. θειόδομος, πηλόδομος].