κτητέος
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
α, ον,
A to be possessed, Pl.Lg.742a.
II κτητέον, one must get, Id.R.373a.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de κτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτητέος -α -ον, adj. verb. van κτάομαι die in bezit moet zijn. n. onpers. -έον er moet verworven worden.
Russian (Dvoretsky)
κτητέος: adj. verb. к κτάομαι.
Greek Monotonic
κτητέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του κτάομαι, αυτός που αποκτάται, σε Πλάτ.
II. ουδ., αυτό που πρέπει να αποκτηθεί, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κτητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὅν δεῖ κτᾶσθαι, Πλάτ. Πολ. 742Α. ΙΙ. κτητέον, δεῖ κτᾶσθαι, αὐτόθι 373Α.
Middle Liddell
κτητέος, η, ον verb. adj. of κτάομαι,]
I. to be gotten, Plat.
II. neut. one must get, Plat.