κτητέος

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτητέος Medium diacritics: κτητέος Low diacritics: κτητέος Capitals: ΚΤΗΤΕΟΣ
Transliteration A: ktētéos Transliteration B: ktēteos Transliteration C: ktiteos Beta Code: kthte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be possessed, Pl.Lg.742a.
II κτητέον, one must get, Id.R.373a.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de κτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτητέος -α -ον, adj. verb. van κτάομαι die in bezit moet zijn. n. onpers. -έον er moet verworven worden.

Russian (Dvoretsky)

κτητέος: adj. verb. к κτάομαι.

Greek Monotonic

κτητέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του κτάομαι, αυτός που αποκτάται, σε Πλάτ.
II. ουδ., αυτό που πρέπει να αποκτηθεί, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κτητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὅν δεῖ κτᾶσθαι, Πλάτ. Πολ. 742Α. ΙΙ. κτητέον, δεῖ κτᾶσθαι, αὐτόθι 373Α.

Middle Liddell

κτητέος, η, ον verb. adj. of κτάομαι,]
I. to be gotten, Plat.
II. neut. one must get, Plat.