κυθώνυμος
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
κυθώνυμον, of hidden name, epithet of Oedipus, Antim.55: written κυθν- by Hsch.
Greek Monolingual
κυθώνυμος, -ον (Α)
(ως επίθετο του Οιδίποδος) αυτός που έχει επονείδιστο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυθ- (< κεύθω «καλύπτω, κρύβω») + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ψευδώνυμος].