κυθώνυμος

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠθώνῠμος Medium diacritics: κυθώνυμος Low diacritics: κυθώνυμος Capitals: ΚΥΘΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: kythṓnymos Transliteration B: kythōnymos Transliteration C: kythonymos Beta Code: kuqw/numos

English (LSJ)

κυθώνυμον, of hidden name, epithet of Oedipus, Antim.55: written κυθν- by Hsch.

Greek Monolingual

κυθώνυμος, -ον (Α)
(ως επίθετο του Οιδίποδος) αυτός που έχει επονείδιστο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυθ- (< κεύθω «καλύπτω, κρύβω») + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ψευδώνυμος].