κυματοδρόμος
From LSJ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
English (LSJ)
κυματοδρόμον, running over the waves, Sch.Lyc.789; κῡμᾰτο-δρομέω, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοδρόμος: -ον, διατρέχων τὰ κύματα, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 789 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: κυμάτων δρομεύς, ἐπὶ τοῦ λάρου· -δρομέω, αὐτόθι.
Greek Monolingual
κυματοδρόμος, -ον (Α)
(για τον γλάρο) αυτός που περνά ή διατρέχει τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. οπλιτοδρόμος, ταχυδρόμος.
German (Pape)
[ῡ], die Wellen durchlaufend, Schol. Lycophr. 789.