κυμορρώξ
From LSJ
English (LSJ)
ῶγος, ὁ, ἡ, breaking the waves, Hdn.Gr.1.46.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμορρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ὁ θραύων τὰ κύματα, Ἀρκάδ. 19. 12, ἐκ τοῦ κώδ. τοῦ Ἑρμ.
Greek Monolingual
κυμορρώξ, -ῶγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σπάει τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -ρρώξ (< ῥήγνυμι). Ο τ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας. Ο διπλασιασμός του -ρ- οφείλεται στη βραχύτητα της προηγούμενης συλλαβής (πρβλ. απορρώξ, καταρρώξ)].