καταρρώξ

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρώξ Medium diacritics: καταρρώξ Low diacritics: καταρρώξ Capitals: ΚΑΤΑΡΡΩΞ
Transliteration A: katarrṓx Transliteration B: katarrōx Transliteration C: katarroks Beta Code: katarrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, jagged, broken, πέτραι S.Ph.937; of earth, friable, prob. l. in Hsch. (-ρόγεα cod.).

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ, ἡ)
abrupt, escarpé.
Étymologie: καταρρήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρρώξ, gen. -ῶγος [καταρρήγνυμι] puntig:. πέτραι rotsen Soph. Ph. 937.

German (Pape)

ῶγος, abgerissen, jäh, schroff, καταρρῶγες πέτραι Soph. Phil. 925; EM. erkl. κατερρηγμέναι.

Russian (Dvoretsky)

καταρρώξ: ῶγος adj. обрывистый, отвесный, крутой (πέτραι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρρώξ: -ῶγος (καταρρήγνυμι), ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, ἀπόκρημνος, κ. πέτραι Σοφ. Φιλ. 937· πρβλ. κατερρωγυῖαι ἄκραι, καὶ ἁπλῶς καταρρῶγες, «αἱ διὰ τὸ μὴ ἀντέχειν κύμασιν ἀπορραγεῖσαι πέτραι εἰς ῥωγμοὺς» Εὐστ. σ. 335· καὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. σ. 494. 34) πέτραι κατερρηγμέναι (πρβλ. ἀπορρώξ).

Greek Monolingual

καταρρώξ, -ῶγος, ό, ἡ (Α) καταρρήννυμι
ανώμαλος, απόκρημνος («καταρρὼγες πέτραι», Σοφ.).

Greek Monotonic

καταρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (καταρρήγνυμι), αποκομμένος, απόκρημνος, σε Σοφ.

Middle Liddell

καταρρώξ, ω˘γος, ὁ, ἡ, καταρρήγνυμι
jagged, broken, Soph.