καταρρώξ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ῶγος, ὁ, ἡ, jagged, broken, πέτραι S.Ph.937; of earth, friable, prob. l. in Hsch. (-ρόγεα cod.).
French (Bailly abrégé)
ῶγος (ὁ, ἡ)
abrupt, escarpé.
Étymologie: καταρρήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρρώξ, gen. -ῶγος [καταρρήγνυμι] puntig:. πέτραι rotsen Soph. Ph. 937.
German (Pape)
ῶγος, abgerissen, jäh, schroff, καταρρῶγες πέτραι Soph. Phil. 925; EM. erkl. κατερρηγμέναι.
Russian (Dvoretsky)
καταρρώξ: ῶγος adj. обрывистый, отвесный, крутой (πέτραι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
καταρρώξ: -ῶγος (καταρρήγνυμι), ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, ἀπόκρημνος, κ. πέτραι Σοφ. Φιλ. 937· πρβλ. κατερρωγυῖαι ἄκραι, καὶ ἁπλῶς καταρρῶγες, «αἱ διὰ τὸ μὴ ἀντέχειν κύμασιν ἀπορραγεῖσαι πέτραι εἰς ῥωγμοὺς» Εὐστ. σ. 335· καὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. σ. 494. 34) πέτραι κατερρηγμέναι (πρβλ. ἀπορρώξ).
Greek Monolingual
καταρρώξ, -ῶγος, ό, ἡ (Α) καταρρήννυμι
ανώμαλος, απόκρημνος («καταρρὼγες πέτραι», Σοφ.).
Greek Monotonic
καταρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (καταρρήγνυμι), αποκομμένος, απόκρημνος, σε Σοφ.
Middle Liddell
καταρρώξ, ω˘γος, ὁ, ἡ, καταρρήγνυμι
jagged, broken, Soph.