κότερος
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
Ionic for πότερος.
German (Pape)
[Seite 1493] ion. = πότερος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πότερος.
Russian (Dvoretsky)
κότερος: ион. = πότερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κότερος Ion. voor πότερος.