λαιλαπίζω
From LSJ
English (LSJ)
agitate by storms, Aq.Is.54.11.
Greek (Liddell-Scott)
λαιλαπίζω: διὰ τρικυμιῶν ἀναταράττω, Ἀκύλ. Π. Δ.
Greek Monolingual
λαιλαπίζω (AM) λαίλαψ
προσβάλλω με σφοδρότητα, αρπάζω ή αναταράσσω με τρικυμίες.
German (Pape)
stürmen, mit einem Sturme fortreißen, Sp.