λαμποκόπι
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
το
το λαμποκόπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -κόπι (< κόπος), πρβλ. ιδροκόπι, μεθοκόπι].