λαμπροείμων
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ,
A = λαμπρείμων, Suid., Phot.
German (Pape)
[Seite 12] ον, = λαμπρείμων, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροείμων: -ονος, ὁ, ἡ, = λαμπρείμων, Σουΐδ.
Greek Monolingual
λαμπροείμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. λαμπρείμων.