λαμπρείμων
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, clad in splendid robes, Hp.Ep. 15.
German (Pape)
[Seite 12] ον, in glänzenden, weißen Kleidern, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρείμων: -ονος, ὁ, ἡ, ἐνδεδυμένος λαμπρὰ ἐνδύματα, Ἱππ. 1277. 49.
Greek Monolingual
λαμπρείμων και λαμπροείμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά λαμπρά, δηλ. λευκά, ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κροκοείμων, μελανοείμων].