λαμπρείμων

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπρείμων Medium diacritics: λαμπρείμων Low diacritics: λαμπρείμων Capitals: ΛΑΜΠΡΕΙΜΩΝ
Transliteration A: lampreímōn Transliteration B: lampreimōn Transliteration C: lampreimon Beta Code: lamprei/mwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, clad in splendid robes, Hp.Ep. 15.

German (Pape)

[Seite 12] ον, in glänzenden, weißen Kleidern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρείμων: -ονος, ὁ, ἡ, ἐνδεδυμένος λαμπρὰ ἐνδύματα, Ἱππ. 1277. 49.

Greek Monolingual

λαμπρείμων και λαμπροείμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά λαμπρά, δηλ. λευκά, ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κροκοείμων, μελανοείμων].