λαμπρόβιος

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπρόβιος Medium diacritics: λαμπρόβιος Low diacritics: λαμπρόβιος Capitals: ΛΑΜΠΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: lampróbios Transliteration B: lamprobios Transliteration C: lamprovios Beta Code: lampro/bios

English (LSJ)

λαμπρόβιον, living splendidly, Paul.Al.M.3.

German (Pape)

[Seite 12] glänzend lebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόβιος: -ον, ὁ λαμπρῶς ζῶν, Παῦλ. Ἀλέξ. 1.

Greek Monolingual

λαμπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει πολυτελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + βίος (πρβλ. κοινόβιος, μακρόβιος)].