λαμπρόβιος
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
λαμπρόβιον, living splendidly, Paul.Al.M.3.
German (Pape)
[Seite 12] glänzend lebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρόβιος: -ον, ὁ λαμπρῶς ζῶν, Παῦλ. Ἀλέξ. 1.
Greek Monolingual
λαμπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει πολυτελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + βίος (πρβλ. κοινόβιος, μακρόβιος)].