λαναράς

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

ο λανάρι
1. αυτός που ξαίνει μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι με το λανάρι
2. ο χειριστής λαναριστικής μηχανής
3. ο κατασκευαστής ή πωλητής λαναριών.