λασιόκνημος

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιόκνημος Medium diacritics: λασιόκνημος Low diacritics: λασιόκνημος Capitals: ΛΑΣΙΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: lasióknēmos Transliteration B: lasioknēmos Transliteration C: lasioknimos Beta Code: lasio/knhmos

English (LSJ)

λασιόκνημον,
A hairy-legged, Opp.C.2.186.

German (Pape)

[Seite 17] mit rauchem Schienbein, κνήμη, rauchfüßig, λαγωοί, Opp. Cyn. 2, 186.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰσιόκνημος: -ον, ἔχων δασείας ἐκ τριχῶν τὰς κνήμας, Ὀππ. Κ. 2. 186.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λασιόκνημος, -ον)
αυτός που έχει μαλλιαρές γάμπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος, λευκό-κνημος].