λασιόκνημος
From LSJ
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
English (LSJ)
λασιόκνημον,
A hairy-legged, Opp.C.2.186.
German (Pape)
[Seite 17] mit rauchem Schienbein, κνήμη, rauchfüßig, λαγωοί, Opp. Cyn. 2, 186.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰσιόκνημος: -ον, ἔχων δασείας ἐκ τριχῶν τὰς κνήμας, Ὀππ. Κ. 2. 186.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λασιόκνημος, -ον)
αυτός που έχει μαλλιαρές γάμπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος, λευκό-κνημος].