λεπτυντικός
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
λεπτυντική, λεπτυντικόν, of or for making thin, attenuating, Dsc.5.88, Gal.6.572, Diph.Siph. ap. Ath.8.369d (also Comp., ib.e): c.gen., χυλὸς λ. αἵματος Id. ap. Ath.8.356d; τὸ φῶς λ. τοῦ ἀέρος Stoic. 2.143.
German (Pape)
[Seite 31] dünner, seiner machend, Diosc.; ὁ χύλὸς λεπτυντικός ἐστιν αἵματος Ath. II, 59 b.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτυντικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λέπτυνσιν, λεπτύνων, Διοσκ. 5. 89· ― μετὰ γεν., χυλὸς λ. αἵματος Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 365D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λεπτυντικός, -ή, -όν) λεπτύνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέπτυνση ή αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να λεπταίνει, απισχαντικός («δύναμιν ἔχει σταλτικήν, λεπτυντικήν, νομὴν ἐφεκτικήν», Διοσκ.).