λευκοποιός
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
λευκοποιόν, that makes white, Sch.S.Aj.624.
German (Pape)
[Seite 34] weißmachend, γῆρας, Schol. Soph. Ai. 615.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοποιός: -όν, ὁ ποιόν τι λευκόν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 625.
Greek Monolingual
λευκοποιός, -ον (Α) (για το γήρας)
αυτός που κάνει λευκό κάτι.