ληκυθοφόρος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ληκυθοφόρον, carrying an oil-flask, Poll.3.154.
German (Pape)
[Seite 39] die Oelflasche tragend, παῖς, Poll. 3, 154.
Greek (Liddell-Scott)
ληκυθοφόρος: -ον, ὁ φέρων λήκυθον, Πολυδ. Γ΄, 154.
Greek Monolingual
ληκυθοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει λήκυθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήκυθος + -φορος (< φέρω)].