λιγυπτέρυγος

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγῠπτέρῠγος Medium diacritics: λιγυπτέρυγος Low diacritics: λιγυπτέρυγος Capitals: ΛΙΓΥΠΤΕΡΥΓΟΣ
Transliteration A: ligyptérygos Transliteration B: ligypterygos Transliteration C: ligypterygos Beta Code: ligupte/rugos

English (LSJ)

λιγυπτέρυγον, chirping with the wings, of the cicada, AP7.195 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 43] mit den Flügeln hell schwirrend, von der Cikade, ἀκρίς, Mel. 112 (VII, 195).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les ailes font un bruit harmonieux.
Étymologie: λιγύς, πτέρυξ.

Russian (Dvoretsky)

λιγυπτέρῠγος: звонкокрылый (ἀκρίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐγυπτέρῠγος: -ον, ἠχῶν διὰ τῶν πτερύγων, ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 7. 195.

Greek Monolingual

λιγυπτέρυγος, -ον (Α)
(για τον τζίτζικα) αυτός που τερετίζει με τα φτερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πτέρυγος (< πτέρυξ, -υγος)].

Greek Monotonic

λῐγυπτέρῠγος: -ον (πτέρυξ), αυτός που ηχεί μέσω των φτερών του, λέγεται για τον τζίτζικα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐγυ-πτέρῠγος, ον πτέρυξ
chirping with the wings, of the cicada, Anth.