λιγυπτέρυγος
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
λιγυπτέρυγον, chirping with the wings, of the cicada, AP7.195 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 43] mit den Flügeln hell schwirrend, von der Cikade, ἀκρίς, Mel. 112 (VII, 195).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les ailes font un bruit harmonieux.
Étymologie: λιγύς, πτέρυξ.
Russian (Dvoretsky)
λιγυπτέρῠγος: звонкокрылый (ἀκρίς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐγυπτέρῠγος: -ον, ἠχῶν διὰ τῶν πτερύγων, ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 7. 195.
Greek Monolingual
λιγυπτέρυγος, -ον (Α)
(για τον τζίτζικα) αυτός που τερετίζει με τα φτερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πτέρυγος (< πτέρυξ, -υγος)].
Greek Monotonic
λῐγυπτέρῠγος: -ον (πτέρυξ), αυτός που ηχεί μέσω των φτερών του, λέγεται για τον τζίτζικα, σε Ανθ.
Middle Liddell
λῐγυ-πτέρῠγος, ον πτέρυξ
chirping with the wings, of the cicada, Anth.