λιθοφάγος

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος φιλοβράγχιων μαλακίων της οικογένειας mytilidae, αλλ. λιθοδόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithophaga < litho- (< λιθο-) + phaga (< -φαγος). Ο τ., στον πληθ. λιθοφάγα (τὰ), μαρτυρείται από το 1895 στο περ. Φοίβος].