ανάκουστος

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

και ανάκουγος, -η, -ο (Μ ἀνάκουστος)
1. αυτός που δεν ακούει, ο κουφός
2. αυτός που δεν ακούγεται
3. αυτός που ακούγεται για πρώτη φορά, πρωτάκουστος (συνήθως για να εκφράσει απορία και θαυμασμό, για καλό ή κακό)
4. αυτός, για τον οποίο δεν ακούγεται τίποτα, εξαφανισμένος, άφαντος
5. θαυμαστός, μοναδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ακουστός. Το μσν. ἀνάκουστος < ἀν- στερ. + ἀκούω.