λιποστράτιος

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιποστράτιος, -ία, -ον) λιπόστρατος
το θηλ. ως ουσ. η λιποστρατία
η εγκατάλειψη του στρατού, η λιποταξία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το λιποστράτιον
η λιποστρατία, η λιποταξία
2. φρ. «λιποστρατίου δίκη» ή «λιποστρατίου γραφή» — αγωγή και δίκη εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό, που λιποτάκτησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιποστράτιος < λιπ(ο)- + στράτιος.