λιποτρόπος

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

-ο
(βιοχ.) χαρακτηρισμός χημικών ουσιών που προσηλώνονται εκλεκτικά στα λίπη διευκολύνοντας την αποικοδόμησή τους ή την απομάκρυνσή τους από το ήπαρλιποτρόπος ορμόνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipotropic < lip(o)- (< λίπος) + -tropic (< τρόπος)].