λιποτρόπος
From LSJ
Greek Monolingual
-ο
(βιοχ.) χαρακτηρισμός χημικών ουσιών που προσηλώνονται εκλεκτικά στα λίπη διευκολύνοντας την αποικοδόμησή τους ή την απομάκρυνσή τους από το ήπαρ («λιποτρόπος ορμόνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipotropic < lip(o)- (< λίπος) + -tropic (< τρόπος)].