λογοθεσία
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ἡ,
A keeping of accounts, POxy.136.33 (pl., vi A. D.); audit, BGU77.10 (ii A. D.), etc.
II description, account, Bito 44.9.
Greek (Liddell-Scott)
λογοθεσία: ἡ, (θέσις) τὸ νομοθετεῖν, ἡ ἐξέτασις καὶ ἐξακρίβωσις λογαριασμοῦ, Ἁρμενόπουλ., Βασιλικ.· ἴδε Δουκάγγ. ΙΙ. διάθεσις λόγων, σύνθεσις, σύνταξις, Βίτων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 105.
Greek Monolingual
λογοθεσία, ἡ (ΑM)
βλ. λογοθέσιος.
German (Pape)
ἡ, das Ansetzen, Prüfen einer Rechnung, Ausrechnung, Mathem. vett.