λογχάριον
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
English (LSJ)
τό, Dim. of λόγχη (A), Posidon.2 J., Luc.Hist.Conscr.25; as an ornament, POsl.46.12 (iii A. D.).
German (Pape)
τό, dim. von λόγχη, kleine Lanze, Ath. IV.176b; Luc. conscr. hist. 25.
Russian (Dvoretsky)
λογχάριον: τό небольшое копье Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λογχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λόγχη, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 176Β, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 25.
Greek Monolingual
λογχάριον, τὸ (Α)
μικρή λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + υποκορ. κατάλ. -άριον].