λυδίων

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡδίων Medium diacritics: λυδίων Low diacritics: λυδίων Capitals: ΛΥΔΙΩΝ
Transliteration A: lydíōn Transliteration B: lydiōn Transliteration C: lydion Beta Code: ludi/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, Lat. ludio, ludius, D.H.2.71; cf. Λυδός III.

Greek (Liddell-Scott)

λῡδίων: -ωνος, ὁ, τὸ Λατιν. ludio, ludius, «ἐν ἁπάσαις (ταῖς πομπαῖς ταῖς τε ἐν ἱπποδρόμῳ καὶ ἐν ταῖς ἐν τοῖς θεάτροις γινομέναις παρὰ τοῖς Ρωμαίοις) πρόσηβοι κόροι... στοιχηδὸν πορεύονται. καί εἰσιν οὗτοι τῆς πομπῆς ἡγεμόνες καλούμενοι πρὸς αὐτῶν... Λυδίωνες» Διον. Ἁλ. 2. 71· πρβλ. Λυδός.

Greek Monolingual

λυδίων -ίωνος, ὁ (Α)
(στους Ρωμαίους) μίμος, υποκριτής, ορχηστής («ἐν ἁπάσαις [ταῖς πομπαῖς] πρόσηβοι κόροι... στοιχηδὸν πορεύονται καλούμενοι πρὸς αὐτῶν... λυδίωνες», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ludio, -ionis και ludius, -ii «υποκριτής, μίμος»].

German (Pape)

[ῡ], ωνος, ὁ, das lat. ludio, ludius, Sp., wie D. Hai. 2.71, App. Pun. 66, v.l. auch Λυδός.