λυκόστομο

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

το
κοινή ονομασία του φυτού αντίρρινο το μείζον, αλλ. σκυλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -στομο (< στόμα)].