λυποτόκος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡποτόκος Medium diacritics: λυποτόκος Low diacritics: λυποτόκος Capitals: ΛΥΠΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: lypotókos Transliteration B: lypotokos Transliteration C: lypotokos Beta Code: lupoto/kos

English (LSJ)

λυποτόκον, pain-producing, ἐκτὸς ἐὼν δακρύων καὶ λυποτόκων ὀδυνάων BCH4.406 (Halic.).

Greek Monolingual

λυποτόκος, -ον (Α)
αυτός που γεννά, που προξενεί λύπη, λυπηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεοτόκος.