λυτρών
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
-ῶνος, ὁ, = ἀπόπατος 2, LXX 4Ki. 10.27, AB 433.
Greek (Liddell-Scott)
λυτρών: -ῶνος, ὁ, ἀπόπατος, «ἀπόπατον καὶ κοπρῶνα λέγουσιν. ὁ δὲ ἀφεδρὼν καὶ λυτρὼν βάρβαρα» Α. Β. 433, 16.
Greek Monolingual
λυτρών, -ῶνος, ὁ (Α)
αφοδευτήριο, απόπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυ- του λύω + επίθημα -τρών (πρβλ. λουτρών, πετρών)].