μαινίδιον
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
τό, Dim. of μαίνη, Ar. Fr. 247, Pherecr. 56, Arist.HA 569a18.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de μαινίς.
German (Pape)
τό, dim. zu μαινίς; Pherecrat. bei Ath. VII.309a; Arist. H.A. 6.15.
Russian (Dvoretsky)
μαινίδιον: (ῐδ) τό мелкий анчоус Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μαινίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 242, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 2.