μαινίς

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαινίς Medium diacritics: μαινίς Low diacritics: μαινίς Capitals: ΜΑΙΝΙΣ
Transliteration A: mainís Transliteration B: mainis Transliteration C: mainis Beta Code: maini/s

English (LSJ)

ἡ, gen. ίδος Ar.Ra. 985, but ῖδος Opp.H.1.108:—Dim. of μαίνη, freq. in Com., Ar. l.c., Philyll.27, etc., cf. Arist.HA607b10, Speus. ap. Ath.7.313a, Numen. ap.Ath.7.328d, Dsc.Eup.1.78, Ael.NA12.28, Alciphr.1.6.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. μαίνη.

German (Pape)

ίδος, ἡ, und ῖδος, dim. von μαίνη, od. dasselbe, Ar. Ran. 984; vgl. Ath. VII.313; Antip.Sid. 96 (VII.637); Ael. A.H. 12.28.
[Ι ist lang bei Opp. Hal. 1.108.]

Russian (Dvoretsky)

μαινίς: ίδος (ῐδ) ἡ Arph., Arst. = μαίνη.

Greek (Liddell-Scott)

μαινίς: ἡ, γεν. ίδος [ῐ], ἀλλὰ ῖδος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 108· - ὑποκορ. τοῦ μαίνη, μικρὰ μαίνη, συχνὸν παρὰ κωμ., ὡς Ἀριστοφ. Βάτρ. 985, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 21· κοινῶς ἡ μαινὶς λέγεται, μανόλι, καὶ ἀλλαχοῦ μαινοῦλα, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σελ. 84.

Greek Monolingual

μαινίς, -ίδος και -ῖδος, ἡ (Α)
υποκορ. του μαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνη + κατάλ. -ίς (πρβλ. κυαμίς)].

Greek Monotonic

μαινίς: ἡ, γεν. -ίδος [ῐ], υποκορ. του μαίνη, μικρή ρέγγα, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

μαινίς, ίδος, ἡ,
a sprat, Ar., etc. [Dim. of μαίνη,]