μαλακώδης
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ες, softish, λίθος St.Byz.s.v. Μονόγισσα.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκώδης: -ές, συνῃρημ. ἐκ τοῦ μαλακοειδής, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Μονόγισσα.
Greek Monolingual
μαλακώδης, -ῶδες (Α) μαλακός
1. εύπλαστος
2. θηλυπρεπής, γυναικωτός.
German (Pape)
ες, = μαλακοειδής, ές, Sp.