μαρμαρικός
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
μαρμαρική, μαρμαρικόν, either prepared from marble or obtained from Marmarica (Barca), ἄσβεστος PHolm.25.19.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μαρμαρικός, -ή, -όν) μάρμαρος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η μαρμαρική
η τέχνη του μαρμαρά, η μαρμαρογλυφία («μαθαίνει τη μαρμαρική»)
2. το σύνολο τών μερών ενός οικοδομήματος τα οποία είναι κατασκευασμένα από μάρμαρο («έχει αναλάβει τη μαρμαρική του σπιτιού»)
αρχ.
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, μαρμάρινος
2. αυτός που προέρχεται από τη Μαρμαρική, παράλια περιοχή της βόρειας Αφρικής.