μεγαλόφλεβος

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφλεβος Medium diacritics: μεγαλόφλεβος Low diacritics: μεγαλόφλεβος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΛΕΒΟΣ
Transliteration A: megalóphlebos Transliteration B: megalophlebos Transliteration C: megaloflevos Beta Code: megalo/flebos

English (LSJ)

μεγαλόφλεβον, large-veined, Arist.PA667a30.

German (Pape)

[Seite 108] mit großen, starken Adern, Arist. part. an. 3, 4.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόφλεβος: имеющий большие жилы, с широкими кровеносными сосудами Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας φλέβας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 30.

Greek Monolingual

μεγαλόφλεβος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. στενόφλεβος].