μεγεθικός

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγεθικός Medium diacritics: μεγεθικός Low diacritics: μεγεθικός Capitals: ΜΕΓΕΘΙΚΟΣ
Transliteration A: megethikós Transliteration B: megethikos Transliteration C: megethikos Beta Code: megeqiko/s

English (LSJ)

μεγεθική, μεγεθικόν, quantitative, διάστασις, συνέχεια, Simp.in de An. 42.16,30; μέτρον Id.in Ph.636.28.

Greek Monolingual

μεγεθικός, -ή, -όν (Α) μέγεθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέγεθος («μεγεθικὸν μέτρον», Σιμπλίκ.)
2. ποσοτικός («μεγεθικὴ συνέχεια», Σιμπλίκ.).