μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
[Seite 117] f. L. für μελάγκαρπος bei Tzetz.
μελάγκορος, -ον (Μ)αυτός που έχει μαύρες κόρες οφθαλμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος, + -κορος (< κόρη), πρβλ. μεγαλό-κορος].